Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

χαίρω της

  • 1 χαίρω

    (αόρ. (ε)χάρηκα и εχάρην) 1. αμετ. радоваться, получать удовольствие; веселиться;

    χαίρω πολύ — очень рад (при знакомстве);

    χαίρ πολύ πού σε ξαναβλέπω — очень рад тебя снова видеть;

    2. μετ., αμετ. пользоваться (чём-л.); обладать (чём-л.);

    χαίρω καλής φήμης (της εμπιστοσύνης) — пользоваться хорошей репутацией (доверием);

    χαίρω άκρας υγείας — или χαίρω άκραν υγείαν — я абсолютно здоров;

    § χαίρε! (χαίρετε!) а) здравствуй(те)!; б) до свидания!; будь(те) здоров(ы)!;
    τό ύστατον χαίρε последнее прости;

    χαίρομαι

    1) см. χαίρω 1;

    2) быть довольным, радоваться, наслаждаться;

    χαίρομαι τη ζωή μου — наслаждаться жизнью;

    § να σε χαρώ очень прошу тебя;
    να χάρης τη ζωή σου я тебя умоляю, ради бога;

    να χαίρεσαι τ' όνομά σου ( — или την γιορτή σου) — желаю тебе долгих лет жизни;

    καλώς τα χαίρεστε! — а) приятного аппетита!; — б) приятно повеселиться!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > χαίρω

  • 2 εμπιστοσύνη

    η доверие, вера;

    τυφλή εμπιστοσύνη — слепая вера;

    ψήφος εμπιστοσύνης — вотум доверия;

    άνθρωπος άξιος (ανάξιος) εμπιστοσύνης — человек, заслуживающий (не заслуживающий) доверия;

    ο απολαμβάνων εμπιστοσύνη — облечённый доверием;

    έχω εμπιστοσύνη σε... — а) питать, оказывать доверие (кому-л.); — б) верить в кого-л., во что-л.;

    εμπνέω εμπιστοσύνη — внушать доверие;

    χαίρω της εμπιστοσύνης κάποιου — пользоваться чьйм-л. доверием;

    κάνω κατάχρηση ( — или καταχρώμαι) της εμπιστοσύνης κάποιου — злоупотреблять чьйм-л. доверием

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εμπιστοσύνη

  • 3 υγεία

    υγείά η здоровье;

    η διαφύλαξη της υγείας — сохранение здоровья;

    η προστασία της υγείας — охрана здоровья;

    χαίρω άκρας υγείας — здравствовать, иметь отличное здоровье;

    πώς είναι η υγεία σας; — или πώς είστε στην υγεία σας; — как ваше здоровье?;

    με την υγεία μου δεν πάω καλά — здоровье у меня плохое;

    εις υγείαν σας — или στην υγείά σας — за ваше здоровье (тост);

    με τίς υγείες σας а) на здоровье; б) ирон. с чем вас и поздравляю;

    υγεία να έχεις! — будь здоров!;

    μ' αυτό το φάρμακο βρήκα την υγεία μου — это лекарство мне помогло

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > υγεία

См. также в других словарях:

  • χαίρω — ΝΜΑ, και μέσ. χαίρομαι Ν 1. αισθάνομαι χαρά, είμαι χαρούμενος (α. «χαίρω πολύ» β. «οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ», ΚΔ γ. «χαίρω δὲ καὶ αὐτὸς θυμῷ, ἐπεὶ δοκέω νικησέμεν Ἕκτορα δῑον», Ομ. Ιλ.) 2. (η προστ. β προσ. ενεστ.) χαίρε,… …   Dictionary of Greek

  • χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… …   Dictionary of Greek

  • χαρά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ.) του νομού Λάρισας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (23 τ. χλμ.). * * * η, ΝΜΑ 1. συναισθηματική κατάσταση έντονης ευαρέσκειας, η οποία συνήθως εκδηλώνεται με γέλιο 2. συναίσθημα ικανοποίησης που οφείλεται στην… …   Dictionary of Greek

  • χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… …   Dictionary of Greek

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Χάρων — I Λογογράφος, γιος του Πυθοκλή ή του Πυθέα, που ήκμασε λίγο πριν από τον Ηρόδοτο, επί Αρταξέρξη του A’. Ερεύνησε την ιστορία των ασιατικών λαών, και έγραψε Περσικά, Ελληνικά, Αιθιοπικά, Κρητικά, Λιβυκά, Κτίσεις πόλεων, Περίπλουν των εκτός των… …   Dictionary of Greek

  • πάσχω — ΝΜΑ και πάσκω, Ν 1. υφίσταμαι την επενέργεια κάποιου, υπόκειμαι σε κάτι, σε αντιδιαστολή προς το ποιώ και το πράττω («πολλὰ μέν... πείσεσθαι, πολλὰ δὲ ποιήσειν», Ηρόδ.) 2. κατέχομαι από ασθένεια, είμαι άρρωστος (α. «χρόνια τώρα πάσχει από το… …   Dictionary of Greek

  • συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»